μοχλοειδής

μοχλοειδής
μοχλο-ειδής, ές,
A like a lever,

ξύλον Apollon.Cit.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοχλοειδής — μοχλοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μοχλοειδοῦς — μοχλοειδής like a lever masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”